Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΚΟΛΟΚΥΘΑ ΓΕΜΙΣΤΗ ΜΕ ΚΙΜΑ



από την Στελλα Γιδαρη

Υλικά

- 1 μικρή κολοκύθα
- λάδι
- κιμάς
- κρεμμύδια
- μοσχοκάρυδο
- αλάτι
- πιπέρι
- κρασί
- κουρκουμάς
- ρίγανη
- καυτερή πάπρικα
- ρύζι
- μαϊντανός
- μάραθος
- νερό
- 3 με 4 ντοματίνια




Εκτέλεση

Η ιστορία (άλλης) μιας ονειροπαρμένης κολοκύθας

Μια φορά κι έναν καιρό, στην πόρτα μου βρέθηκε μια μικρή κολοκύθα. Κακομούτσουνη και στραβή, δεν την ήθελε τ΄ αφεντικό της, την παράτησε στην αυλή μου. Τη σήκωσα στα χέρια, τη λυπήθηκα, την πήρα μέσα.


Καθίσαμε αντίκρυ στο τραπέζι της κουζίνας, μου είπε τα βάσανά της. 
Σαν ήτανε μικρή, λουλουδάκι ακόμη, έπεσε πάνω της ένα κλαδί. Δεν είχε χώρο να μεγαλώσει, στράβωσε από δω στράβωσε από κει και όσο μεγάλωνε τα πράγματα χειροτέρευαν! 
Όταν ήρθε ο μπαξεβάνης να μαζέψει τις κολοκύθες του, την κοίταξε με ένα περιφρονητικό βλέμμα και την πέταξε σε μιαν άκρη της καρότσας. «Τι να σε κάνω εσένα; μόνο για το κομπόστ κάνεις!», της είπε.
Η κολοκύθα μας πληγώθηκε πολύ. Η καρδιά της ξεχείλιζε από αγάπη και είχε όνειρα, όπως όλες οι κολοκύθες. Ήθελε να γίνει κάποια μέρα άμαξα για τη Σταχτοπούτα ή έστω σκαλιστή για το halloween ή για ένα τραπέζι βεράντας. Όμως η ζωή είναι σκληρή με τις μικρές, στραβές κολοκύθες… «Να ακόμη κι εσύ τώρα σκέφτεσαι να με κάνεις μια κολοκυθόσουπα ή μια απλή κολοκυθόπιτα» μου είπε με παράπονο. «Απλή κολοκυθόπιτα;;; Οι κολοκυθόπιτές μου δεν είναι καθόλου απλές, είναι τέλειες!», απάντησα με στόμφο.
Μετάνιωσα μόλις το ξεστόμισα! Σκεφτόμουν πώς να απαλύνω τον πόνο της… «Ξέρεις μπορεί και να σε κάνω κάτι ξεχωριστό. Κάτι που δεν προορίζεται για τις κολοκυθούλες…» ,της είπα. «Σαν τι ;;». Με ρώτησε όλο προσμονή κι ελπίδα. «Σκέφτομαι, να σε παραγεμίσω με φίλους για να μην αισθάνεσαι μόνη». «Αλήθεια; Θα το κάνεις αυτό για μένα;» Η ελπίδα άστραψε στη φλούδα της. «Φυσικά», της είπα και ξεκίνησα αμέσως. «Πρέπει να ανοίξουμε μια πορτούλα για χωρέσουν όλοι μέσα σου. Τι λες;», τη ρώτησα. «Κανένα πρόβλημα», μου απάντησε.
Άνοιξα ένα μικρό πορτάκι και κοίταξα μέσα. «Μήπως μπορείς να βγάλεις από μέσα κι αυτά τα άθλια τα σπόρια;» Με ρώτησε «Είναι ανάγωγα, με γαργαλάνε, μιλάνε όλο το βράδυ και δε με αφήνουνε σε ησυχία». Πήρα ένα μεγάλο κουτάλι και άδειασα τα σπόρια, που κάνανε συνεχώς σκανδαλιές και αταξίες. 


Πήγα στο ψυγείο να βρω φίλους για την κολοκύθα. «Ποιος θέλει να κάνει παρέα στην κολοκύθα;», ρώτησα. Το λαδάκι, καλόκαρδο πάντα πλησίασε πρώτο πρώτο. «Κι εγώ πετάχτηκε δεύτερος ο κιμάς. Η κολοκύθες ξέρουν ωραίες ιστορίες από τους κήπους. Θα περάσουμε ωραία». Τα κρεμμύδια, ευσυγκίνητα, όπως πάντα, προσετρέξαν κι αυτά την κολοκύθα μας. Ο κιμάς φώναξε και το μοσχοκάρυδο, τα πίναν βλέπεις παρέα το προηγούμενο βράδυ. Το μοσχοκάρυδο έφτασε τρεκλίζοντας και έριξε, κατά λάθος στην κατσαρόλα το κρασί, που κρατούσε ακόμη στο χέρι (ευτυχώς χωρίς το ποτήρι). Έπειτα πήδησε κι αυτό μέσα, αγκάλιασε τον κιμά και άρχισαν τα τραγούδια. Το αλάτι και το πιπέρι έτρεξαν κι αυτά (δε χάνουν γλέντι!). Τι ωραία παρέα! Κουρκουμάς και ρίγανη στήσαν το χορό και η καυτερή πάπρικα πιάστηκε κι αυτή στη σειρά. «Κάνω ένα μπανάκι κι έρχομαι», φώναξε το ρύζι όλο τσαχπινιά.
Η κολοκύθα με κοίταξε με ένα διστακτικό βλέμμα. «Θα ήθελα και μαϊντανό. Είμαι ερωτευμένη μαζί του από μικρή. Παίζαμε δίπλα δίπλα», μου είπε. «Τι τον θέλεις αυτόν τον ξιπασμένο;», φώναξαν τα κρεμμύδια «Έχει δυο μέρες να φανεί. Θα είναι σε καμιά εκπομπή στην τηλεόραση». Η κολοκύθα έσκυψε το κεφάλι της θλιμμένη.
«Μπορώ να έρθω εγώ», ακούστηκε διστακτικός ο μάραθος. «Πάντα σε αγαπούσα, αλλά δε γύρισες ποτέ να με κοιτάξεις…». «Γιατί δε μου μίλησες ποτέ;» ρώτησε η κολοκύθα « Έλα κοντά μου. Πάντα σε συμπαθούσα και το άρωμά σου ήταν το αγαπημένο μου…».
-«Ε, μαζευτήκαμε πολλοί , εδώ μέσα. Θα σκάσουμε!» Ακούστηκε αγανακτισμένο το λάδι. «Νερό, γρήγορα», φώναξε το ρύζι! «Κλείνω την πόρτα», είπε το μοσχοκάρυδο «Δε χωράει άλλος», και έπιασε το καπάκι της κολοκύθας και το τράβηξε στο άνοιγμα. Τρία τέσσερα ντοματίνια πρόλαβαν, έτρεξαν και χώθηκαν κι αυτά μέσα μαζί με την νταντά τους την κυρά Ντομάτα.
Η κολοκύθα τους έκλεισε όλους στην αγκαλιά της και καμάρωνε χαρούμενη. «Είσαι εντάξει»; τη ρώτησα. «Τέλεια! Σ΄ ευχαριστώ πολύ!! Είμαι πολύ ευτυχισμένη! Με έκανες την πιο ξεχωριστή κολοκύθα του κόσμου. Και έχω τόσους φίλους!», απάντησε και ξάπλωσε στο ταψί, να ξεκουραστεί και να απολαύσει τη σάουνα στο φούρνο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου